-
1 εξοχή
-
2 ἐξοχῇ
-
3 εξοχή
-
4 ἐξοχή
-
5 εξοχη
ἥ1) выступ, выпуклостьἡ κατ΄ ἐξοχέν τύπωσις Sext. — выпуклое изображение, рельеф;
ἥ τῶν κεράτων ἐ. Arst. — роговые наросты, т.е. рога2) превосходство, преимущество Cic.οἱ κατ΄ ἐξοχέν ὄντες τῆς πόλεως NT. — знатнейшие граждане города
-
6 ἐξοχή
ἐξοχή, ῆς, ἡ (ἐξέχω ‘stand out, project from’) from ‘someth. that projects from a surface’ (e.g. Diod S 5, 30 embossed figures on shields; Theod. Job 39:28; Sym. SSol 2:14 and Jer 13:4; Jos., Ant. 3, 135; 231) it is a short step to the idea of having special status, prominence (cp. the sense ‘excellence, advantage’ Cicero, Ad Att. 4, 15, 7; Vett. Val. 17, 23 and κατʼ ἐξοχήν ‘par excellence’ Strabo 1, 2, 10; Philo, Leg. All. 1, 106; SIG 810, 16 [55 A.D.]; OGI 764, 52 [II B.C.]) ἄνδρες οἱ κατʼ ἐ. τῆς πόλεως the most prominent men of the city Ac 25:23.—DELG s.v. 1 ἔχω 4. M-M. -
7 εξοχή
η1) выступ; выпуклость; возвышение; 2) дачная местность;στην εξοχή — за городом; — на даче;
κάνω εξοχή — отдыхать за городом, в деревне;
πάω εξοχή το καλοκαίρι — проводить лето за городом;
3) курорт;παιδικές εξοχές — загородный детский сад; — детский лагерь;
§ κατ' εξοχήν, — а) преимущественно, прежде всего;
б) исключительно; превосходно, великолепно -
8 ἐξοχή
{сущ., 1}букв. выступ, выпуклость; перен. превосходство, преимущество, знатность (Деян. 25:23).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐξοχή
-
9 εξοχή
{сущ., 1}букв. выступ, выпуклость; перен. превосходство, преимущество, знатность (Деян. 25:23).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εξοχή
-
10 ἐξοχή
букв. выступ, выпуклость; перен. превосходство, преимущество, знатность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐξοχή
-
11 εξοχή
[эксохи] ουσ. Θ. выступ, местность за пределами города,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξοχή
-
12 ἐξοχή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Jb 39,28 -
13 εξοχή
[эксохи] ουσ θ выступ, местность за пределами города. -
14 ἐξοχή
A prominence,ἐ. κεράτων
elevated nature,Arist.
PA 663a8; ; ζῴων ἐξοχαί embossed figures on shields, D.S.5.30;εἰσοχαὶ καὶ ἐ. S.E.P.1.120
, cf. Simp.in Cael.409.13; wart, Dsc.2.104;ἐ. ἀκανθώδεις Id.3.16
; also, = ἐξοχάδες, ib.80; extremities of animals, J.AJ3.10.3.II metaph., pre-eminence,ἐ.
in nullo est,Cic.
Att.4.15.7;ἀπεργάσασθαι τὴν ἐ. Longin.10.3
; δι' ἐξοχὴν μορφῆς Hierocl.p.55 A.; par excellence,Str.
1.2.10, Ph.1.65, A.D.Synt.26.15, OGI764.52 (ii B.C.), etc.; οἱ κατ' ἐξοχὴν τῆς πόλεως leading men, Act.Ap.25.23. -
15 ἐξοχή
ἐξ-οχή, ἡ, das Hervorragen, jede Hervorragung, Erhabenheit, Ggstz εἰςοχή. Erhöhungen auf der Haut, Beulen, Warzen. Die Spitze; Vorsprung an Felsen; Kante am Becher. Übertr., κατ' ἐξοχήν, vorzugsweise; ἄνδρες οἱ κατ' ἐξ. ὄντες τῆς πόλεως, die ersten -
16 εξοχή
1) campagne2) contrée3) pays -
17 εξοχή
1) kraj (m) rzecz.2) okolica (f) rzecz.3) państwo (n) rzecz.4) wieś (f) rzecz. -
18 εξοχή
1) kraj2) vlast3) země -
19 εξοχή
1) country2) countrysideΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξοχή
-
20 countryside
εξοχή
См. также в других словарях:
ἐξοχῇ — ἐξοχή prominence fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχή — prominence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… … Dictionary of Greek
Εξοχή — Sp Eksòchė Ap Εξοχή/Exochi L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
εξοχή — η 1. ό,τι εξέχει, η προεξοχή, εξόγκωμα. 2. η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι αγροί, οι βοσκότοποι. 3. εξοχική περιοχή κατάλληλη για ανάρρωση αρρώστων ή για παραθερισμό υγιών. 4. (ιατρ.), δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές. 5. στον πληθ., εξοχές τα αιχμηρά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξοχαῖς — ἐξοχή prominence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχαί — ἐξοχή prominence fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχῆς — ἐξοχή prominence fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχέων — ἐξοχή prominence fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχήν — ἐξοχή prominence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοχῶν — ἐξοχή prominence fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)